- γλιστερός
- -ή, -ό1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα»)2. επικίνδυνος3. λείος («γλιστερό σανίδι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < *γλιστρ-ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλιστερός — ή, ό επικίνδυνος ώστε να γλιστρήσει κανείς, ολισθηρός: Ο δρόμος είναι γλιστερός εξαιτίας της βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγλιτσιάζω — 1. καθιστώ κάτι γλοιώδες 2. γίνομαι γλοιώδης, γλιστερός, γλιτσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλιτσιάζω] … Dictionary of Greek
αναγλιτσιαίνω — (για το έδαφος) γίνομαι γλοιώδης, γλιστερός από τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλιτσιαίνω] … Dictionary of Greek
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
γλινώνω — [γλίνα] 1. αλείφω με γλίνα κάτι 2. προσθέτω γλίνα στο μαγείρεμα 3. (για έδαφος) γίνομαι γλιστερός … Dictionary of Greek
γλιστεράδα — και γλιστράδα, η το να είναι κάτι γλιστερό, η ολισθηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. γλιστεράδα < γλιστερός ο τ. γλιστράδα < γλιστεράδα με συγκοπή τού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
γλισχροειδής — γλισχροειδής, ές (Μ) ο γλιστερός … Dictionary of Greek
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
λιγδερός — ή, ό [λίγδα] 1. αυτός που περιέχει πολλές λιπαρές ουσίες, λιπαρός 2. βρομιάρης, λιγδιάρης 3. ολισθηρός, γλιστερός … Dictionary of Greek
ολισθηρός — ή, ό (Α ὀλισθηρός, ά, όν) αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί») αρχ. 1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα 2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση. επίρρ...… … Dictionary of Greek